συνδιαγιγνώσκω

συνδιαγιγνώσκω
ΜΑ
αποφασίζω από κοινού με άλλον
αρχ.
ξεχωρίζω κάτι ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + διαγιγνώσκω «διακρίνω, ξεχωρίζω, αποφασίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνδιαγιγνώσκει — συνδιαγιγνώσκω join with pres ind mp 2nd sg συνδιαγιγνώσκω join with pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαγινώσκει — συνδιαγιγνώσκω join with pres ind mp 2nd sg (ionic) συνδιαγιγνώσκω join with pres ind act 3rd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιεγίγνωσκον — συνδιαγιγνώσκω join with imperf ind act 3rd pl συνδιαγιγνώσκω join with imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνδιέγνωτε — συνδιαγιγνώσκω join with aor ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαγιγνώσκειν — συνδιαγιγνώσκω join with pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαγιγνώσκεται — συνδιαγιγνώσκω join with pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαγινώσκειν — συνδιαγιγνώσκω join with pres inf act (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαγινώσκεται — συνδιαγιγνώσκω join with pres ind mp 3rd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”